παραείμαι

παραείμαι
είμαι περισσότερο από το κανονικό ή από όσο πρέπει: Παραείσαι φλύαρος και γίνεσαι ενοχλητικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραείμαι — είμαι κάτι περισσότερο από όσο πρέπει, έχω μια ιδιότητα σε μεγάλο βαθμό, τό παρακάνω («παραείμαι σπάταλος») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”